― Μη μου πεις πάλι για τις ρωσικές κούκλες! Τις βαρέθηκα πια!
― Κι όμως, γι’ αυτές θα σου πω πάλι. Κάνε υπομονή! Πολλές φορές, όταν θέλουμε να είμαστε ιδιαίτερα τυπικοί ή ευγενικοί, αποφεύγουμε να κάνουμε την ερώτηση κατ’ ευθείαν. Κάνουμε μία μικρή πρόταση που η ενέργειά της είναι ερώτηση, και μετά βάζουμε την ερώτηση που θέλουμε να πούμε σαν ρωσική κούκλα μέσα στην άλλη πρόταση. Κοίτα:
― Θα ήθελα να σε ρωτήσω πότε θα γίνει η συνεδρίαση.
― Να σε ρωτήσω αν βρήκες το πορτοφόλι μου που είχε χαθεί.
― Θα σε ρωτούσα αν ήξερες ή όχι αυτό τον άνδρα.
― Τολμώ να ρωτήσω πώς τα κατάφερες να αδυνατίσεις τόσο πολύ, βρε οδοντογλυφίδα έγινες!
― Θέλω να ρωτήσω ποιος θα προσέχει τα παιδιά στη λέσχη.
― Επιτρέπεται να ρωτήσω αν τα αεροπλάνα θα λειτουργήσουν κατά την απεργία;
― Κατάλαβα. Όταν ρωτάμε με ρωσικές κούκλες, είμαστε σίγουροι ότι ο άλλος δε θα παρεξηγηθεί από την ερώτηση. Μοιάζει σαν επικοινωνιακό παιχνίδι. Τελειώσαμε;
― Ναι, τελειώσαμε με την πρώτη ενότητα. Πάμε τώρα στη δεύτερη!